- ἀδιάψευστος
- ἀ-διά-ψευστος, untrüglich
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἀδιάψευστος — not deceitful masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιάψευστος — η, ο (Μ ἀδιάψευστος, ον) [διαψεύδω] νεοελλ. 1. αυτός που δεν διαψεύσθηκε ή δεν μπορεί να διαψευσθεί 2. αληθινός, βέβαιος, ασφαλής αρχ. ο μη απατηλός … Dictionary of Greek
αδιάψευστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε διαψεύστηκε: Η είδηση μένει ακόμη αδιάψευστη. 2. αυτός που δεν μπορεί να διαψευστεί, εντελώς αληθινός: Πέτυχε να παρουσιάσει αδιάψευστες αποδείξεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδιαψευστότερον — ἀδιάψευστος not deceitful adverbial comp ἀδιάψευστος not deceitful masc acc comp sg ἀδιάψευστος not deceitful neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαψεύστως — ἀδιάψευστος not deceitful adverbial ἀδιάψευστος not deceitful masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιάψευστον — ἀδιάψευστος not deceitful masc/fem acc sg ἀδιάψευστος not deceitful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαψεύστοις — ἀδιάψευστος not deceitful masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαψεύστῳ — ἀδιάψευστος not deceitful masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιάψευστα — ἀδιάψευστος not deceitful neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αληθής — Ο αληθινός, ο ακριβής, ο σωστός, ο αδιάψευστος, ο βέβαιος, ο πραγματικός, ο φανερός. Στην αρχαία ελληνική, ο φιλαλήθης, ο ειλικρινής. (Αστρον.)Ο όρος α. χρησιμοποιείται συχνά στην αστρονομία για διάφορους χαρακτηρισμούς: α. άξονας περιστροφής της … Dictionary of Greek